στάθμη

στάθμη
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάθμα Α
1. λεπτό σχοινί τών ξυλουργών για να σημειώνουν, αφού τό εμποτίσουν σε χρώμα, ευθείες γραμμές σε ξύλα ή σανίδες που πρόκειται να κοπούν ή να πελεκηθούν (α. «ὥστε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι», Ομ. Ιλ.
β. «τόρνου καὶ στάθμης και γνώμης ἰθύτερον», Θέογν.)
2. νήμα με μικρό αντίβαρο στο ένα άκρο με το οποίο βρίσκεται η κατακόρυφος ή μετρείται το βάθος νερού (α. «νήμα τής στάθμης» β. «στάθμην ἰθυτενῆ μολιβαχθέα», Φίλ. Θεσσ.)
νεοελλ.
1. κάθε μέσο με το οποίο ελέγχεται η κατακόρυφη ή η οριζόντια διεύθυνση γραμμής ή επιπέδου
2. το ύψος τής ελεύθερης επιφάνειας υγρού σε κατάσταση ηρεμίας («έχει κατέβει η στάθμη τής λίμνης»)
3. χωροβάτης, όργανο χωροστάθμησης που αποτελείται, στον απλούστερο τύπο, από αεροστάθμη και διόπτρα
4. μτφ. το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται ένας τομέας δραστηριότητας ή μια κατάσταση (α. «έθνος με υψηλή πολιτιστική στάθμη» β. «η στάθμη τής παιδείας είναι χαμηλή»)
5. φρ. α) «στάθμη ενεργείας» — τιμή ενεργείας που χαρακτηρίζει ορισμένη κβαντική κατάσταση ενός ατόμου
β) «στάθμη τής θάλασσας» — το ύψος σε κατακόρυφη διεύθυνση, από τον βυθό ώς την επιφάνεια τής θάλασσας, το οποίο ποικίλλει ανάλογα με την εποχή, την ώρα, την επίδραση τού ανέμου, τής παλίρροιας και τών τοπικών ρευμάτων
γ) «στάθμη αναφοράς» — μέση στάθμη τής θάλασσας που προσδιορίζεται με παλιρροιογράφους ή παλιρροιόμετρα
αρχ.
1. η ευθεία γραμμή
2. η γραμμή που ορίζει τον τερματισμό σε αγώνα δρόμου
3. το σημείο εκκίνησης
4. έλεγχος, διακρίβωση
5. κανόνας, νόμος
6. το πίσω μέρος τού δόρατος, ο σαυρωτήρ*
7. παροιμ. «λευκῷ < 'ν> λίθῳ λευκὴ στάθμη» — η εξήγηση είναι ασαφής
8. φρ. α) «λευκὴ στάθμη εἰμὶ πρὸς τοὺς καλούς» — δεν μπορώ να διακρίνω τους καλούς (Πλάτ.)
β) «εἶμι παρά στάθμην ὀρθὴν ὁδόν» — τηρώ με αυστηρότητα το δίκαιο (Θέογν.)
γ) «κατὰ στάθμην ἵσταμαι» — βρίσκομαι στην ίδια ευθεία, στο ίδιο επίπεδο (Δημόκρ.)
δ) «κατὰ στάθμην νοώ» — συμπεραίνω ορθά (Θεόκρ.)
ε) «πρὸς στάθμη πέτρον τίθεσθαι μή τι πρὸς πέτρῳ στάθμην» — πρέπει να κανονίζεται κάτι ανάλογα με τις περιστάσεις και όχι αντίστροφα (Πλούτ.)
στ) «στάθμα πατρῴα» — το μέτρο τού σεβασμού προς τον πατέρα (Πίνδ.)
ζ) «κατὰ στάθμην ῥίπτομαι» κατεβαίνω κάθετα (Αριστοτ.)
η) «στάθμη βίου» — ο τελικός σκοπός τής ζωής (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ἵστημι* + επίθημα -θμη, θηλ. τού -θμος (βλ. και λ. σταθμός). Ο νεοελλ. τ. στάφνη είναι διαλεκτικός (πρβλ. αριθμός: αριφνώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στάθμη — carpenter s line fem nom/voc sg (attic epic ionic) σταθμάω measure by rule pres imperat act 2nd sg (doric) σταθμάω measure by rule pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σταθμάω measure by rule imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάθμῃ — στάθμη carpenter s line fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάθμη — η 1. όργανο των χτιστών το οποίο αποτελείται από ένα νήμα κι ένα βαρίδι που είναι κρεμασμένο στο ένα άκρο του, αλφάδι, νήμα της στάθμης. 2. το ύψος της ελεύθερης επιφάνειας ενός υγρού: Φέτος δεν έβρεξε κι έπεσε η στάθμη της λίμνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενεργειακή στάθμη — Μία από τις επιτρεπόμενες καταστάσεις στις οποίες μπορεί να βρεθεί ένα ατομικό ή μοριακό σύστημα. Σύμφωνα με την κβαντική θεωρία, η ενέργεια ενός ατόμου ή ενός μορίου (δηλαδή η ενέργεια που οφείλεται στην κίνηση και στις ηλεκτροστατικές… …   Dictionary of Greek

  • στάθμαι — στάθμη carpenter s line fem nom/voc pl στάθμᾱͅ , στάθμη carpenter s line fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμᾶν — στάθμη carpenter s line fem gen pl (doric aeolic) σταθμάω measure by rule pres part act masc voc sg (doric aeolic) σταθμάω measure by rule pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σταθμάω measure by rule pres part act masc nom sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμῶν — στάθμη carpenter s line fem gen pl σταθμάω measure by rule pres part act masc voc sg σταθμάω measure by rule pres part act neut nom/voc/acc sg σταθμάω measure by rule pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σταθμάω measure by rule pres part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάθμαις — στάθμη carpenter s line fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάθμην — στάθμη carpenter s line fem acc sg (attic epic ionic) σταθμάω measure by rule imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) σταθμάω measure by rule imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάθμης — στάθμη carpenter s line fem gen sg (attic epic ionic) σταθμάω measure by rule pres ind act 2nd sg σταθμάω measure by rule imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”